Θα’ θελα να γράψω για έναν έρωτα καινούργιο. Να τραγουδήσω για τους μορφασμούς που κάνουν τα σύννεφα στον ουρανό, για το χαμηλό πέταγμα των πουλιών. Για τις σταγόνες που άρχισαν να γίνονται συνήθεια στο φθινοπωριάτικο, σχεδόν χειμωνιάτικο ορίζοντα.
Θα’ θελα να γράψω στίχους για δυο καινούργια μάτια, για δυο γινωμένα χείλη, για ένα σώμα ανέπαφο, σαν να’ ναι πρώτη φορά που χέρι το άγγιξε.
Μα δεν τολμώ να το κάνω. Μάτωσαν τα χέρια μου από τις χειροπέδες. Δάκρυσαν τα μάτια μου στην όψη των απεργών πείνας, συγκρατουμένων μου που έραψαν τα στόματά τους στην κυριολεξία, για να μη φάνε και πάγωσα από τα αδυνατισμένα σώματά τους και τα αξύριστα πρόσωπά τους.
Πάγωσα από την υγρασία που είχε το πάτωμα στο Μεταγωγών που κοιμόμουν, αντί για κρεβάτι, 12 μέρες. Σιχάθηκα τις κατσαρίδες που κυκλοφορούσαν πάνω μου και τα βρομόνερα της τουαλέτας που έβρεχαν το στρώμα μου.
Τώρα τρέμω από τη μούχλα των τοίχων του Πειθαρχείου που με έβαλαν να κοιμηθώ αφού δεν υπάρχει κελί άδειο στη φυλακή που η Δικαιοσύνη διάλεξε για να με σωφρονίσει και δακρύζω κοιτώντας τη φωτογραφία της κόρης μου, που κόλλησα στον τοίχο. Βαρέθηκα να στοιβάζομαι, δεμένος πισθάγκωνα για 500 χλμ σε μια κλούβα χωρητικότητας 14 ατόμων με άλλα 28 άτομα, αποτυχημένους σαν κι εμένα. Βαρέθηκα να κρεμώ σεντόνια στους υγρούς τοίχους για να μην κινδυνεύω από τους σοβάδες.
Να μαζεύω τα στρώματα εκείνων που κοιμούνται ακόμη στο πάτωμα για να μπορώ να βαδίσω. Κουράστηκα να είμαι αριθμός, κατάδικος, υπότροπος, πρεζόνι, εγκληματίας ασωφρόνιστος, ζώο προς μεταφορά, ζητιάνος των δικαιωμάτων μου. Κουράστηκα, εγώ ο παράνομος, να ζητώ από το κράτος να μην παρανομεί.
Βαρέθηκα όλους εσάς τους νομοταγείς πολίτες, τους γραβατομένους αδιάφθορους πολιτευτές και κριτές του δημόσιου βίου, τις πουτάνες του λόγου και της θεωρίας, τους ευυπόληπτους χαφιέδες, τους «τοκογλύφους» καναλάρχες, τους πληρωμένους ρεπόρτερ.
Τολμήστε να με διορθώσετε ρε! Έχω ξεκάθαρη φωνή. Και ευθύνη. Επώνυμη. Τιμωρήστε με, στ’ αλήθεια, αν τολμάτε. Το θέλω, το ζητώ. Ποιος σας είπε ότι είστε δήμιοι, μωρέ; Κερατάδες είστε. Απατάτε το λειτούργημά σας με τις καρέκλες σας. Αφού αποφασίσατε πως αυτή η χώρα έχει 9.987.000 σώφρονες πολίτες και 13.000 ασωφρόνιστους, πόσο σας κοστίζουν 13.000 σφαίρες; Πρώτος στόχος εγώ. Ποιος από σας τολμάει να με σκοτώσει; Κουρελήδες ψηφοεισπράκτορες που η συνείδησή σας έχει γίνει μεγαλύτερη και από την τρύπα στον πισινό μιας πόρνης.
Αλλά δεν θα σας κάνω τη χάρη. Θα ζω σαν σκόνη στη μύτη σας για να φτερνίζεστε και να με θυμάστε. Τσιμπούρι στα αυτιά σας για να τα ξύνετε – θλιμμένο δειλινό στα μάτια σας για να με βλέπετε. Δεν περίμενα εσάς για να πληγώσω τη ζωή μου. Μόνος μου τη σκότωσα. Και θα πληρώσω το λογαριασμό. Μα δεν έγινα τόσο διεφθαρμένος όσο εσείς που με κρίνετε και τάχα με διορθώνετε. Θα παλέψω τη ζωή μου και θα τη φέρω στα ίσια της.
Τουλάχιστον είναι «έξω» η γριά Καρβέλα και το παρατράγουδό της. Επώνυμοι βλέπεις. Η Δικαιοσύνη λειτουργεί, επιτέλους. Δύο από τους 13.000 είναι έξω. Λευτεριά και στους υπόλοιπους.
Όσο θα με σωφρονίζετε εγώ για σπάσιμο θα αγκαλιάζω στάχια ώριμα, δεμάτια ολόκληρα, στο μυαλό μου. Το μυαλό μου δεν σας το χαρίζω. Εκεί έχω φυλαγμένες τις λύσεις στα προβλήματά μου και όχι στα ανάπηρα χέρια σας.
ΥΓ. Τις κακές συνήθειες (συλλογή σχολίων), δεν τις σταματάμε. Το κείμενο είναι σχόλιο ανωνύμου στο Θήβα-press.
Την Παρασκεύη, 21 Νοέμβρη, το πρωί, η Πανελλαδική Επιτροπή των Κρατουμένων δήλωσε ότι οι κρατούμενοι λήγουν μετά από 18 ημέρες και δύο νεκρούς τον μεγαλειώδη αγώνα τους…
ΟΧΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ blog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου